Κίτο

Κίτο
το г. Кито

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Κίτο" в других словарях:

  • Κίτο — (Quito). Πόλη (1.399.814 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα του Ισημερινού (Εκουαδόρ), καθώς και της επαρχίας Πιτσίντσα (19.543 τ. χλμ., 2.388.817 κάτ.). Βρίσκεται στην καρδιά των Άνδεων, σε ύψος 2.825 μ. (μετά τη Λα Παζ της Βολιβίας, είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Μορένο, Γκαμπριέλ Γκαρθία — (Gabriel Garcia Moreno, 1821 – 1875). Πολιτικός του Ισημερινού. Κατέφυγε ως εξόριστος στο Παρίσι το 1854 και διετέλεσε αργότερα διοικητής της πρωτεύουσας της χώρας του Κίτο. Το 1859 έγινε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης και το 1861 πέτυχε την… …   Dictionary of Greek

  • Γκουαγιακίλ — (Guayaquil).Πόλη (1.982.600 κάτ. το 2002) του δυτικού Ισημερινού, πρωτεύουσα της επαρχίας Γκουάγιας (Guayas, 21.382 τ. χλμ., 3.256.763 κάτ. το 2001) στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουάγιας, Β του ομώνυμου κόλπου. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του… …   Dictionary of Greek

  • εύρυγροι οργανισμοί — Οργανισμοί που αντέχουν μεγάλες μεταβολές της υγρασίας στο περιβάλλον τους. Η ποικιλία τους είναι μικρή, γιατί όλοι οι οργανισμοί έχουν με τον καιρό προσαρμοστεί σε ξηρό ή υγρό περιβάλλον (στένυγροι, ξηρόφιλοιυδρόφιλοι). Εξαίρεση αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • Πιθάρο, Φρανθίσκο — (Pizarro, Τρουχίλιο, Εστρεμαδούρα 1475 περίπου – Λίμα 1541). Iσπανός κατακτητής του Περού Γιος αξιωματικού στην υπηρεσία του Φερνάντεθ ντε Κόρδοβα, πέρασε σκληρά παιδικά και εφηβικά χρόνια, κάνοντας τις πιο ταπεινές εργασίες. Τίποτα άλλο δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»